- λυσίμβροτος
- λυσίμβροτος ?1 releasing men
λυσίμβροτον παρθενίᾳ κε[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ Pae. 8.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λυσίμβροτον παρθενίᾳ κε[ ]ἀκηράτων δαίδαλμα[ Pae. 8.80
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
λυσίμβροτον — λυσίμβροτος masc/fem acc sg λυσίμβροτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… … Dictionary of Greek